WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Spanish adj | (of or from Spain) (χώρα) | ισπανικός επίθ |
| | της Ισπανίας περίφρ |
| (άνθρωπος) | Ισπανός, Ισπανίδα ουσ αρσ κύρ, ουσ θηλ κύρ |
| Spanish beaches are usually clean. |
| Οι ισπανικές παραλίες είναι συνήθως καθαρές. |
| Οι παραλίες της Ισπανίας είναι συνήθως καθαρές. |
Spanish adj | (in a style from Spain) | ισπανικός επίθ |
| One of his favourite guitars was a Spanish guitar. |
Spanish adj | (of or in the Spanish language) | ισπανικός επίθ |
| | της ισπανικής γλώσσας περίφρ |
| Spanish verbs can be quite difficult. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέρω μερικές ισπανικές λέξεις, αλλά δεν φτάνουν για να συνεννοηθώ με κάνεναν. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι δύσκολη η γραμματική της ισπανικής γλώσσας; |
Spanish adj | US, informal (Spanish-speaking person: Hispanic) | ισπανόφωνος επίθ |
| Is he Spanish? Yes, he's from El Salvador. |
Spanish n | uncountable (language of Spain, Mexico, etc.) (γλώσσα) | ισπανικά ουσ ουδ πλ |
| (επίσημο, παλαιό) | ισπανική ουσ θηλ |
| Many students in the US learn Spanish in high school. |
| Πολλοί μαθητές στις ΗΠΑ μαθαίνουν ισπανικά στο λύκειο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πρώτο λεξικό της ισπανικής γράφτηκε το 1492. |
the Spanish npl | (people of Spain) (λάος) | οι Ισπανοί άρθ ορ + ουσ αρσ πλ |
| The Spanish impressed me with their hospitality and generosity. |
| Οι Ισπανοί με εντυπωσίασαν με τη φιλοξενία και τη γενναιοδωρία τους. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: